συντονιστής

συντονιστής
ο
θηλ. -ίστρια
1. αυτός που ρυθμίζει, που εναρμονίζει ορισμένα πράγματα: Ανέλαβε τα καθήκοντα του συντονιστή των διαφόρων εργασιών.
2. (φυσ.), όργανο που χρησιμοποιείται για το συντονισμό ορισμένων φαινομένων στον ηλεκτρισμό.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • συντονιστής — ο, θηλ. συντονίστρια, Ν [συντονίζω] 1. πρόσωπο που συντονίζει διάφορες ενέργειες («ο συντονιστής τής συζήτησης τους υπενθύμισε ότι η ώρα είχε περάσει») 2. (ηλεκτρον.) όργανο που χρησιμοποιείται για συντονισμό ραδιοφωνικών κυκλωμάτων …   Dictionary of Greek

  • ηθοποιός — Εκείνος που ερμηνεύει ή αυτοσχεδιάζει μια θεατρική δράση όπου υποδύεται ένα πρόσωπο. Ερμηνευτής είναι ο η. που χρησιμοποιεί τα λόγια άλλων, δηλαδή ενός γραπτού κειμένου που έχει αυτόνομη λογοτεχνική αξία· αυτοσχεδιαστής είναι ο η. που παραμερίζει …   Dictionary of Greek

  • κυβερνήτης — ο, θηλ. κυβερνήτρα (AM κυβερνήτης, θηλ. κυβερνῆτις, ιδος, Α αιολ. τ. κυμερνήτης) [κυβερνώ] 1. αυτός που διοικεί, που κυβερνά το κράτος (α. «κανένας κυβερνήτης δεν έδωσε σημασία στο χωριό μας» β. «ἐπεί τοι κοὐδὲν αἰτία κακῶς κλύουσα διὰ κυβερνήτην …   Dictionary of Greek

  • Βιετνάμ — Κράτος της νοτιοανατολικής Ασίας.Συνορεύει Β με την Κίνα, Δ με την Καμπότζη και το Λάος, ενώ Α και Ν βρέχεται από τη Νότια Θάλασσα της Κίνας, και πιο συγκεκριμένα από τον Κόλπο του Τονκίν ΒΑ, τον Κόλπο της Ταϊλάνδης ΝΔ και στην υπόλοιπη… …   Dictionary of Greek

  • Δοξιάδης, Κωνσταντίνος — (Στενήμαχος, Ανατολική Ρωμυλία 1913 – Αθήνα 1975).Αρχιτέκτονας, πολεοδόμος και συγγραφέας. Σπούδασε αρχιτεκτονική στο Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο και μετεκπαιδεύτηκε στο πολυτεχνείο Σαρλότενμπουργκ του Βερολίνου. Εργάστηκε στο υπουργείο… …   Dictionary of Greek

  • Καζάζης, Ιωάννης — (Θεσσσαλονίκη 1947 –). Καθηγητής πανεπιστημίου, φιλόλογος και συγγραφέας. Σπούδασε στη φιλοσοφική σχολή του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης (κλασική φιλολογία και λεξικογραφία) και μετεκπαιδεύτηκε σε πανεπιστήμια των ΗΠΑ. Σταδιοδρόμησε… …   Dictionary of Greek

  • Κουτσούκης, Κλεομένης — (Μικρό Χωριό Ευρυτανίας 1936 –). Δικηγόρος και πανεπιστημιακός. Σπούδασε στη νομική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, στο τμήμα οικονομικών και πολιτικών επιστημών του ίδιου πανεπιστημίου, συνέχισε με μεταπτυχιακές σπουδές στα πανεπιστήμια… …   Dictionary of Greek

  • Κυριακίδης, Ρένος — (Κακοπετριά Κύπρου 1931 –). Κύπριος φυσικός και συγγραφέας. Σπούδασε στο φυσιογνωστικό τμήμα της φυσικομαθηματικής σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών και μετεκπαιδεύτηκε στο ινστιτούτο παιδαγωγικών του πανεπιστημίου Σαουθάμπτον της Βρετανίας ως… …   Dictionary of Greek

  • Νικαράγουα — Κράτος της κεντρικής Αμερικής. Συνορεύει Β με την Oνδούρα, Ν με την Kόστα Pίκα και βρέχεται Δ από τον Ειρηνικό ωκεανό, και Α από τη Θάλασσα των Aντιλλών.H Ν. είναι το πιο εκτεταμένο και λιγότερο πυκνοκατοικημένο κράτος της κεντρικής Αμερικής. H… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”